Η CANOB πούλησε τον Παίκτη Α στην AS Roma έναντι συγκεκριμένου ποσού μετεγγραφής, καθώς και ενός ποσού μεταπώλησης 40% επί ποσού μελλοντικής μετεγγραφής του Α από τη Roma σε τρίτη ομάδα.
Στις 16 Ιουνίου 2019, η ROMA και η SPARTAK MOSCOW συμφώνησαν τη μετεγγραφή του Παίκτη Α έναντι σταθερού ποσού μετεγγραφής 3 εκατομμυρίων ευρώ + υπό αίρεση αμοιβών/μπόνους που περιορίζονται στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ υπό διάφορους όρους. Συμφώνησαν επίσης να καταβάλουν ποσοστό μεταπώλησης 20% υπέρ της ROMA, το οποίο θα εφαρμοζόταν στα ποσά που θα υπερέβαιναν το ποσό των 6 εκατομμυρίων ευρώ.
Στις 20 Ιουνίου 2019, η ROMA και η SPARTAK συμφώνησαν για τη μετεγγραφή του Παίκτη Β έναντι ποσού μετεγγραφής ύψους 3 εκατομμυρίων ευρώ. Ο Παίκτης Β θα έπαιζε στη SPARTAK «Β» και θα λάμβανε μηνιαίο μισθό 3.000 ευρώ.
Όσον αφορά τον εφαρμοστέο βαθμό απόδειξης, σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο, σε αστικές υποθέσεις εφαρμόζεται η απόδειξη «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Ωστόσο, ο Διαιτητής του CAS σημειώνει ότι το ελβετικό δίκαιο δεν είναι αδιάφορο ως προς τις δυσχέρειες των μερών κατά την εκπλήρωση του βάρους της απόδειξης. Ως εκ τούτου, το ελβετικό δίκαιο παρέχει μια σειρά εργαλείων προκειμένου να ελαφρύνει το –ενίοτε δύσκολο– έργο που βαρύνει έναν διάδικο να αποδείξει ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Τα εργαλεία αυτά ποικίλουν ανά περίπτωση, από την υποχρέωση του άλλου μέρους να συνεργάζεται στη διαδικασία διαπίστωσης πραγματικών περιστατικών, έως τη μετατόπιση του βάρους της απόδειξης ή τη μείωση του εφαρμοστέου βαθμού απόδειξης. Το τελευταίο εφαρμόζεται π.χ. στην περίπτωση που – από αντικειμενική άποψη – ένας διάδικος δεν έχει πρόσβαση σε άμεσες (αλλά μόνο σε έμμεσες) αποδείξεις, προκειμένου να αποδείξει συγκεκριμένο γεγονός. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο εφαρμοστέος βαθμός αποδείξεως είναι χαμηλότερος. Το απαιτούμενο όριο καταδίκης επιτυγχάνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι ένα γεγονός είναι τόσο πιθανό να έχει συμβεί, ώστε η ύπαρξη όλων των εναλλακτικών γεγονότων δεν μπορεί να γίνει λογικά αποδεκτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διαιτητής αναγνωρίζει ότι ο Αναιρεσείων έχει στη διάθεσή του μόνο περιστασιακά αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται. Ως εκ τούτου, ο Διαιτητής εφάρμοσε χαμηλότερο επίπεδο απόδειξης στην προκειμένη περίπτωση.
Όσον αφορά την αποτίμηση των Παικτών, ο Διαιτητής έκρινε ότι είναι σημαντικό να δοθεί προσοχή στις ενέργειες του Καθ’ ου σχετικά με την αποτίμηση του Παίκτη Α. πριν από τη μεταγραφή του στη SPARTAK και, συγκεκριμένα, την αξία που έδωσε η ROMA στον Παίκτη Α. Το συμβόλαιο μετεγγραφής με δανεισμό, όταν ο παίκτης μετεγγράφη ως δανεικός σε τρίτο σύλλογο, προέβλεπε οψιόν αγοράς υπέρ του τρίτου συλλόγου ύψους 7.000.000 ευρώ και επιπλέον ποσοστό μεταπώλησης 15%. Προς αυτή την κατεύθυνση, έκρινε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της σεζόν που προηγήθηκε της μετεγγραφής, ο Παίκτης Α σημείωσε την συγκριτικά υψηλότερη αγωνιστική του απόδοση και επομένως η αξία του θα είχε αυξηθεί. Ωστόσο, σημείωσε επίσης ότι η σύμβαση εργασίας με τη ROMA θα έληγε σε μία μόνο σεζόν.
Λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων, όλα τα ανωτέρω, διαπίστωσε ότι το ποσό μετεγγραφής που συμφωνήθηκε μεταξύ των συλλόγων για την μετεγγραφή του Α, ήταν χαμηλότερο από την πραγματική αξία του Παίκτη Α.
Όσον αφορά τον Παίκτη Β, ο Διαιτητής έλαβε υπόψη ότι ενεγράφη στη δεύτερη ομάδα της SPARTAK, ο μηνιαίος μισθός του ήταν σχετικά χαμηλός και ότι υπέγραψε μόνο διετές συμβόλαιο. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ που καταβλήθηκε απείχε πολύ από την αποτίμηση του Παίκτη Β, ο οποίος αργότερα εγγράφηκε σε σύλλογο της Serie C.
Λαμβάνοντας υπόψη τους προαναφερθέντες παράγοντες, καθώς και το χρονοδιάγραμμα των δύο συμφωνιών και τις προθεσμίες πληρωμής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση των μερών ήταν εικονική, έχοντας ως σκοπό την απόκρυψη της πραγματικής μετεγγραφικής αξίας του Παίκτη Α. Όσον αφορά τον υπολογισμό των ζημιών, ο Διαιτητής έλαβε υπόψη το άρθρο 42 παράγραφος 2 του Ελβετικού Κώδικα Ενοχών (ΕΚΕ), ο οποίος εισάγει εξαίρεση από τη γενική αρχή ότι, όποιος αξιώνει αποζημίωση πρέπει να αποδείξει τη ζημία. Όταν είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσκομιστούν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για τη ζημία, το άρθ. 42 παράγραφος 2 πρόθεση του ΕΚΕ είναι να μετριάσει το βάρος της απόδειξης. Ο αιτών δεν απαλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής και απόδειξης των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αλλά η υποχρέωση αυτή περιορίζεται στην επίκληση όλων των περιστάσεων που καταδεικνύουν την ύπαρξη ζημίας.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ελβετίας, η εξαίρεση του άρθ. 42 παράγραφος 2 ΕΚΕ εφαρμόζεται όχι μόνο για αξιώσεις από αδικοπραξία, αλλά και για συμβατικές αξιώσεις.
Προκειμένου να υπολογίσει τις ζημίες που υπέστη ο Αναιρεσείων, ο Διαιτητής έλαβε υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:
- Το δικαίωμα αγοράς που αναγνωρίστηκε υπέρ τρίτου συλλόγου τον Ιούλιο του 2018, δηλαδή 7.000.000 ευρώ συν 15% πώληση έναντι αμοιβής της μελλοντικής μετεγγραφής του Παίκτη Α σε τρίτο σύλλογο ή 6.000.000 ευρώ συν πώληση 30% έναντι αμοιβής της μελλοντικής μετεγγραφής του Παίκτη Α σε τρίτο σύλλογο.
- Το γεγονός ότι η σεζόν 2019/2020 ήταν η τελευταία σεζόν του συμβολαίου του Παίκτη Α με την ROMA.
- Η προηγούμενη σεζόν ήταν, αγωνιστικά και στατιστικά, η καλύτερη σεζόν του.
- Το ποσοστό μεταπώλησης από μελλοντική μετεγγραφή από την SPARTAK σε τρίτη ομάδα υπολογίστηκε πάνω από 6.000.000 ευρώ χωρίς κανέναν όρο.
- Το μισθό του Παίκτη Α από τη SPARTAK.
Έτσι, ο Διαιτητής έκρινε ότι ο Παίκτης Α θα είχε μετεγγραφεί στη SPARTAK έναντι ποσού 5.000.000 ευρώ, συν υπό αιρέσεις αμοιβή 3.000.000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο. Ως εκ τούτου, ο Διαιτητής αποφάσισε ότι το ποσοστό μεταπώλησης που πρέπει να καταβληθεί από την ROMA στην CANOB ως αποτέλεσμα της μετεγγραφής του Παίκτη στη SPARTAK ανέρχεται σε 2.000.000 ευρώ από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.200.000 ευρώ που έχει ήδη καταβληθεί από την ROMA στην CANOB. Ως εκ τούτου, το τελικό ποσό θα πρέπει να είναι 800.000 ευρώ.