Σχολιασμός CAS 2022/A/8621

Σχολιασμός CAS 2022/A/8621

11.04.2024

Η απόφαση CAS 2022/A/8621 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου για τον Αθλητισμό έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όσον αφορά την ερμηνεία της ρήτρας διαιτησίας, το αίτημα του εκκαλούντος για την έκδοση μερικής απόφασης για το «μη προσβαλλόμενο μέρος» της εκκαλούμενης απόφασης, την αρχή της de novo (εκ νέου) εξέτασης της υπόθεσης από το CAS και το εύρος εφαρμογής του δεδικασμένου (res judicata) ενώπιον του CAS.

Κατόπιν της έκδοσης απόφασης από το FIFA DRC μεταξύ των μερών που επιδίκασε αποζημίωση προς τον ποδοσφαιριστή για παραβίαση της σύμβασης εργασίας από την Ομάδα χωρίς σπουδαίο λόγο, ο ποδοσφαιριστής κατέθεσε έφεση ενώπιον του CAS.

Το δικαστήριο έκρινε επί πλείστων δικονομικών και ουσιαστικών ζητημάτων.

  1. Η αρμοδιότητα του CAS να εξετάσει το μέρος της έφεσης σχετικά με την Σύμβαση Παραχώρησης Δικαιωμάτων Εικόνας (IRA)

Οι αξιώσεις που προέβαλε ο Ποδοσφαιριστής ενώπιον του CAS πήγαζαν τόσο από την Σύμβαση Εργασίας όσο και από την Σύμβαση Παραχώρησης Δικαιωμάτων Εικόνας που υπεγράφη μεταξύ των μερών.

Το ερώτημα που τέθηκε ήταν εάν το CAS είχε δικαιοδοσία να κρίνει επί της αξίωσης που πήγαζε από τη Σύμβαση Παραχώρησης Δικαιωμάτων Εικόνας.

Η ρήτρα δικαιοδοσίας της IRA προέβλεπε ότι η σύμβαση υπόκειτω στο Ελβετικό δίκαιο και ότι όλες οι σχετικές διαφορές θα επιλύονταν αποκλειστικά από τα δικαστήρια της Λωζάνης, στην Ελβετία.

Ο αποκλειστικός Διαιτητής υπογράμμισε τα παρακάτω:
α. Ο όρος «δικαστήρια» τυπικά αναφέρεται σε εθνικά δικαστήρια,
β. Η ρήτρα διαιτησίας δεν εμπεριείχε «ρητή παραίτηση [των μερών] από τα εθνικά δικαστήρια».  Υπό το ελβετικό δίκαιο, ο αποκλεισμός του δικαιώματος αναζήτησης δικαστικής προστασίας ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων είναι σημαντική προϋπόθεση για την εγκυρότητα μίας ρήτρας διαιτησίας.
γ. Το CAS είναι διαιτητικό όργανο και όχι δικαστήριο, υπό την ορθή ερμηνεία του Ελβετικού Δικαίου.
δ. Η εφαρμογή της ρήτρας δικαιοδοσιάς της σύμβασης εργασίας δεν επεκτεινόταν και ση Σύμβαση Παραχώρησης Δικαιωμάτων Εικόνας, καθώς η τελυταία εμπεριείχε ξεχωριστή και αντίθετη ρήτρα δικαιδοσίας.

Συνεπώς, οι αξιώσεις του εκκαλούντος που σχετίζονταν με την IRA απορρίφθηκαν.

 

  1. Αίτημα για έκδοσημερικής απόφασης(για το μη αμφισβητούμενο μέρος της εκκαλούμενης απόφασης)

 

Ο ποδοσφαιριστής αιτήθηκε από το CAS την έκδοση μερικής απόφασης όσον αφορούσε τα ποσά που του επιδικάστηκαν στη βάση της απόφασης της FIFA και τα οποία δεν είχαν προσβληθεί με την υπό εξέταση έφεση.

Το αίτημά του αποσκοπούσε στην συντομότερη έκδοση τελεσίδικης απόφασης σχετικά με τις μη αμφισβητούμενες οφειλές προς αυτόν, προκειμένου να επισπεύσει την εκτέλεση της απόφασης από την FIFA (μέσω της επιβολής πειθαρχικών ποινών).

Ο Δικαστής (Διαιτητής) έκρινε ότι το CAS δεν είχε δικαιοδοσία να εκδόσει μερική απόφαση σχετικά με εκείνο το μέρος της απόφασης της FIFA DRC που δεν είχε προσβληθεί με την έφεση. Η εξουσία του Δικαστή – Διαιτητή περιοριζόταν στα σημεία της απόφασης που τελούσαν υπό αμφισβήτηση ενώπιόν του. Εξάλλου το ποσό που επιδικάστηκε από την FIFA DRC δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον ποδοσφαιριστή ούτε από την ομάδα. Ως εκ τούτου, το αντίστοιχο μέρος της εκκαλούμενης είχε καταστεί τελεσίδικο και δεσμευτικό για τα μέρη και ο αποκλειστικός Διαιτητής δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει μερική απόφαση επί αυτού.

Ο Δικαστής σημείωσε ότι, εάν ο Εκκαλών ήθελε να προσβάλλει την αναστολή της επιβολής της απόφασης της FIFA, θα έπρεπε να «ασκήσει έφεση κατά της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής της FIFA» να αναστείλει την εκτέλεση της τελεσίδικης απόφασης της FIFA DRC.

 

  1. Αποδοχή κατάθεσης εγγράφων απαντήσεων μετά την λήξη της προθεσμίας

 

Ο Εκκαλών κατέθεσε την απάντησή του στις θέσεις του Εφεσίβλητου εκπρόσθεσμα.

Παραταύτα, ο Δικαστής δέχθηκε την εκπρόσθεση κατάθεση. Ειδικότερα, έκρινε ότι ο Εκκαλών παρείχε επαρκείς εξηγήσεις αναφορικά με την πρόκληση της καθυστέρησης από ιατρικά αίτια. Ακόμη, έλαβε υπόψιν ότι η καθυστέρηση ήταν αμελητέα (1 ημέρα) και ότι δεν έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα ακρόασης του εκκαλούμενου.

 

  1. Νέες αξιώσεις κατά το στάδιο της έφεσης

 

Το FIFA DRC με την εκκαλουμένη επεδίκασε υπέρ του ποδοσφαιριστή αποζημίωση που βασιζόταν μόνο στο υπόλοιπο της σύμβασης εργασίας του μέχρι και το τέλος της σεζόν 2021. Οι αξιώσεις του Ποδοσφαιριστή για την καταβολή πριμ για πιθανό προβιβασμό της ομάδας σε ανώτερη κατηγορία, καθώς και η επιδίκαση των απολαβών της επόμενης αγωνιστικής περιόδου λόγω της πιθανής αυτόματης ανανέωσης της σύμβασης εργασίας λόγω του προβιβασμού, απορρίφθηκαν.

Κατά την άσκηση και εξέταση της έφεσης του ποδοσφαιριστή ενώπιον του CAS, η ομάδα είχε πλέον επιτύχει τον προβιβασμό της στην 1η κατηγορία του οικείου πρωταθλήματος.

Εν όψει αυτής της εξέλιξης, ο Ποδοσφαιριστής αιτήθηκε με την έφεσή του:
α. τη λήψη πριμ για τον προβιβασμό της ομάδας,
β. την αναγνώριση της αυτόματης ανανέωσης της σύμβασης εργασίας του (που τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση του προβιβασμού) και την επιδίκαση αποζημίωσης για την αντίστοιχη χρονική περίοδο.

Ο Δικαστής ανέφερε ότι, υπό την αρχή της de novo εξέτασης (αρ. R57 CAS Code), το CAS πρέπει να εξετάζει νέα πραγματικά δεδομένα και αποδεικτικά στοιχεία που κατατίθενται ενώπιόν του και τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα στα μέρη σε προηγούμενο βαθμό. Παραταύτα σημείωσε ότι αυτό δεν δίνει το δικαίωμα στον εκκαλούντα να μεταβάλει το αντικείμενο της αρχικής αγωγής του, όπως είχε αναλυθεί σε πρώτο βαθμό.

Εν συνεχεία, ο Δικαστής αναφέρθηκε στην απόφαση CAS 2012/A/2874, με την οποία κρίθηκε ότι:
«…αξιώσεις οι οποίες, για εύλογες αιτίες, δεν μπορούσαν να είχαν προβληθεί σε προηγούμενη αγωγή ή/και δικονομικό στάδιο, αλλά είναι πιθανό να είχαν προβληθεί εάν απουσίαζε αυτή η εύλογη αιτία κατά τον χρόνο εκείνο, εμπίπτουν στην αρχή της de novo εξέτασης του CAS και θα πρέπει να θεωρούνται παραδεκτές». 

Η ως άνω απόφαση εισάγει σημαντική εξαίρεση στους περιορισμούς του πεδίου εφαρμογής της εξέτασης του CAS.

Παρά τα ανωτέρω, ο Διαιτητής επεσήμανε ότι το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του CAS δεν έχει μεταβαλεί σε σύγκριση με εκείνο του FIFA DRC (η λύση του συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία και η αποζημίωση για την πρόωρη λύση της σύμβασης εργασίας). Η μόνη μεταβολή αφορά το ποσό που αιτείται ο Εκκαλών. 

Καθότι τα αιτήματα του Εκκαλούντος ενώπιον του CAS ταυτίζονται με εκείνα ενώπιον της FIFA DRC, o Δικαστής έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα να κρίνει και για τα 2 προαναφερθέντα αιτήματα.

 

  1. Πεδίο εφαρμογής δεδικασμένου (res judicata)

 

Ο Δικαστής υπογράμμισε ότι το δεδικασμένο της απόφασης του FIFA DRC – η οποία δεν εφεσιβλήθηκε από την ομάδα –  περιορίζεται στο διατακτικό της απόφασης και όχι στο σκεπτικό αυτής.

Το διατακτικό της απόφασης της FIFA DRC δεν καθόριζε ότι η ομάδα κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση εργασίας χωρίς σπουδαίο λόγο.

Ως εκ τούτου, το CAS δεν δεσμευόταν από το σκεπτικό της απόφασης του FIFA DRC σχετικά με την ευθύνη της ομάδα για τη λύση της σύμβασης, πράγμα που θα εξεταζόταν εκ νέου από τον Δικαστή.

 

  1. Υπολογισμός της αποζημίωσης

 

Αφότου έκρινε ότι η ομάδα κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας χωρίς σπουδαίο λόγο, ο Δικαστής προέβη στον υπολογισμό της αποζημίωσης που ήταν πληρωτέα προς τον Ποδοσφαιριστή.

Σε αυτό το σημείο της απόφασης, το ενδιαφέρον εντοπίζεται κυρίως στην επιδίκαση των συμφωνημένων πριμ απόδοσης, την αυτόματη επέκταση του συμβολαίου και στον αυτόματο διπλασιασμό των αποδοχών του Ποδοσφαιριστή σε περίπτωση προβιβασμού της ομάδα στην πρώτη κατηγορία του οικείου πρωταθλήματος.

Η ομάδα ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η καταβολή του εν λόγω πριμ τελούσε υπό την αίρεση της επίτευξης συγκεκριμένης αγωνιστικής απόδοσης από τον Ποδοσφαιριστή. Ο Δικαστής επεσήμανε ότι από τη στιγμή που η ομάδα έλυσε μονομερώς τη σύμβαση χωρίς σπουδαίο λόγο, αποστέρησε από τον Ποδοσφαιριστή τη δυνατότητα να συνεισφέρει στον προβιβασμό της ομάδας. Καθώς η ίδια η ομάδα απέτρεψε την πλήρωση της σχετικής αίρεσης, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν αυτή η αίρεση να είχε πληρωθεί από τον ποδοσφαιριστή.

Επιπλέον, ο Δικαστής έκρινε ότι και οι αποδοχές που αντιστοιχούσαν στην αγωνιστική περίοδο της επέκτασης της σύμβασης θα έπρεπε να υπολογιστούν ως μέρος της αποζημίωσης του ποδοσφαιριστή. Καθώς η σύμβαση δεν είχε «λήξει» πριν την επίτευξη του προβιβασμού της ομάδας, αλλά αντιθέτως η ομάδα ήταν εκείνη που έλυσε μονομερώς τη σύμβαση κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η ομάδα δεν μπορεί να αποφύγει την συγκεκριμένη υποχρέωσή της.