Ντιαρά κατά FIFA: το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι διατάξεις της FIFA παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ

Ντιαρά κατά FIFA: το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι διατάξεις της FIFA παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ

Στις 04.10.2024, το ΔΕΕ ανακοίνωσε την πολυαναμενόμενη απόφασή του για την «υπόθεση Ντιαρά κατά FIFA» (C-650/22).

Στην απόφαση-ορόσημο, το ΔΕΕ αναφέρει ότι ορισμένοι κανονισμοί της FIFA παραβιάζουν τις διατάξεις της ΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (άρθρο 45 ΣΛΕΕ) και την ελευθερία του ανταγωνισμού (άρθρο 101 ΣΛΕΕ). Η απόφαση αυτή μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής για τους κανονισμούς της FIFA και μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο ισχύον σύστημα μεταγραφών στο ποδόσφαιρο, επηρεάζοντας ιδίως τις διατάξεις της FIFA σχετικά με τη συμβατική σταθερότητα στο ποδόσφαιρο.

 

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης

Ο Λασσανά Ντιαρά, γνωστός ποδοσφαιριστής γαλλικής υπηκοότητας, υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με τον ρωσικό σύλλογο Λοκομοτίβ Μόσχας τον Αύγουστο του 2013. Τον Αύγουστο του 2014, ο σύλλογος κατήγγειλε το συμβόλαιο επικαλούμενος συμβατικές παραβιάσεις από τον ποδοσφαιριστή.

Στις αρχές του 2015, ο Ποδοσφαιριστής έλαβε πρόταση από τον βελγικό σύλλογο Σαρλερουά, με τους ακόλουθους όρους:

(α) ο Παίκτης να εγγραφεί στην Σαρλερουά μέχρι τις 30.03.2015 (με την επιφύλαξη της παράδοσης ITC από τη Ρωσική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου)

(β) η FIFA και η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου του Βελγίου να επιβεβαιώσουν ότι η Σαρλερουά δεν θα θεωρηθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για οποιαδήποτε αποζημίωση. Η FIFA και η βελγική ομοσπονδία αρνήθηκαν να απαντήσουν στο αίτημα του παίκτη.

Στις 10.04.2015, το αρμόδιο όργανο επίλυσης διαφορών της FIFA έκρινε ότι η Λοκομοτίβ Μόσχας είχε βάσιμο λόγο να καταγγείλει το συμβόλαιο λόγω παραβάσεων του Παίκτη, και επιδίκασε υπέρ της Λοκομοτίβ αποζημίωση ύψους 10.500.000 ευρώ βάσει του αρ. 17 FIFA RSTP.  Η FIFA διαπίστωσε επίσης ότι, επειδή κατά τη στιγμή της απόφασης ο Ποδοσφαιριστής δεν είχε βρει νέα θέση εργασίας (σ.σ νέα ομάδα), οι μελλοντικοί εργοδότες του δεν θα είναι υπεύθυνοι για την καταβολή αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 17.2 FIFA RSTP.

Η άρνηση της FIFA και της Βελγικής Oμοσπονδίας να παράσχουν διαβεβαιώσεις ότι η Σαρλερουά δεν θα ήταν υπεύθυνη για οποιαδήποτε αποζημίωση που προέκυπτε από τη σχετική απόφαση της FIFA, καθώς και η μη έκδοση του απαιτούμενου εγγράφου (“ITC”) από τη Ρωσική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, εμπόδισαν τον ποδοσφαιριστή να προσληφθεί από τη Σαρλερουά.

Για τον λόγο αυτό, ο Ποδοσφαιριστής κατέθεσε αγωγή κατά της FIFA και της Βελγικής ομοσπονδίας ενώπιον του εμπορικού δικαστηρίου του Σαρλερουά, ισχυριζόμενος ότι οι κανονισμοί της FIFA παραβίαζαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, και συνιστούσαν αντιανταγωνιστική συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

Το Δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Ποδοσφαιριστή, αναγνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις του RSTP της FIFA εμπόδιζαν τον Ποδοσφαιριστή να βρει εργασία για ολόκληρη την αγωνιστική περίοδο 2014/15.

Προδικαστικό Ερώτημα στο ΔΕΕ

Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε από τη FIFA στο Εφετείο της Μόνς. Το Δικαστήριο απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») ζητώντας πληροφορίες για το εάν παραβιάζονται τα άρθρα 45 και 101 ΣΛΕΕ από:

  1. Την αρχή ότι ο παίκτης και ο σύλλογος που επιθυμεί να τον προσλάβει ευθύνονται εις ολόκληρον όσον αφορά την αποζημίωση που οφείλεται στον σύλλογο του οποίου το συμβόλαιο με τον παίκτη λύθηκε χωρίς εύλογη αιτία (άρθρο 17.2), σε συνδυασμό με τις αθλητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17.4 και τις οικονομικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17.1.

και

  1. Η δυνατότητα της ένωσης του πρώην συλλόγου του Παίκτη να μην παραδώσει το ITC (διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής) που απαιτείται, εάν ο Παίκτης πρόκειται να προσληφθεί από νέο σύλλογο, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ του πρώην συλλόγου και του Παίκτη (άρθρο 9.1 FIFA RSTP & άρθρο 9.2 FIFA RSTP). 11.3(β) παράρτημα 3 της FIFA RSTP).

 

Η απόφαση του ΔΕΕ

Στις 04.10.2024, το Δικαστήριο ανακοίνωσε τα συμπεράσματα της προδικαστικής του απόφασης επί των προαναφερθέντων ερωτημάτων.

Με εμφατικό τρόπο, το Δικαστήριο έκρινε ότι «όλοι αυτοί («οι υπό εξέταση») οι κανόνες είναι αντίθετοι προς το δίκαιο της ΕΕ».

Παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας

Όσον αφορά το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, το Δικαστήριο δήλωσε ότι οι εν λόγω κανόνες παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών που επιθυμούν να εργαστούν σε ένα νέο σύλλογο.

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ύπαρξη σημαντικών νομικών κινδύνων, απρόβλεπτων και δυνητικά πολύ υψηλών οικονομικών διακινδυνεύσεων, καθώς και μεγάλων αθλητικών «απειλών» για τους παίκτες και τους συλλόγους που επιθυμούν να τους απασχολήσουν. Όλοι αυτοί οι κανόνες, σωρευτικά, εμποδίζουν τις διεθνείς μεταγραφές των ποδοσφαιριστών που έχουν λύσει μονομερώς την σύμβαση εργασίας με την προηγούμενη ομάδα – εργοδότη τους.

Το Δικαστήριο αναφέρει μάλιστα ότι οι Ποδοσφαιριστές και οι πιθανοί νέοι εργοδότες τους θα εκτεθούν σε μια απρόβλεπτη διαδικασία, δεδομένου ότι οι μέθοδοι υπολογισμού της αποζημίωσης που οφείλεται στους συλλόγους για παραβάσεις εκ μέρους των παικτών δεν είναι τόσο προβλέψιμες όσο απαιτείται. Επίσης, αναφέρει ότι οι οικονομικές συνέπειες είναι συνήθως αρκετά σοβαρές. Από νομικής πλευράς, ο εργαζόμενος και ο μελλοντικός εργοδότης του δεν μπορούν πάντα να είναι σίγουροι για την έκβαση της διαφοράς, όσον αφορά την ύπαρξη βάσιμης αιτίας, το αν θα επιδικαστεί αποζημίωση ή αν θα επιβληθούν κυρώσεις. Το Δικαστήριο δηλώνει ουσιαστικά ότι τα αποτελέσματα είναι απρόβλεπτα ή, άλλως, δεν είναι τόσο προβλέψιμα όσο θα απαιτούνταν όταν ένας ποδοσφαιριστής πρέπει να εξασφαλίσει τη διαθεσιμότητά του για νέα απασχόληση. Συν τοις άλλοις, οι πιθανές αθλητικές κυρώσεις είναι όχι μόνο δύσκολα προβλέψιμες αλλά και εξαιρετικά δριμύες.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκουν οι εν λόγω διατάξεις (την διατήρηση του ανταγωνισμού μεταξύ συλλόγων και την προστασία της συμβατική σταθερότητα στα πλαίσια του ποδοσφαίρου), ωστόσο σημείωσε ότι τα μέτρα αυτά «υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επιδίωξη των σκοπών αυτών».

Αντιανταγωνιστικές διατάξεις

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι αντιανταγωνιστικές εξ’ αντικειμένου, καθώς αποσκοπούν στον περιορισμό, ακόμη και στην αποτροπή, του ανταγωνισμού μεταξύ συλλόγων στην ΕΕ.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εν λόγω διατάξεις εμποδίζουν τους συλλόγους να «προσλαμβάνουν μονομερώς ποδοσφαιριστές με συμβόλαιο με άλλο σύλλογο ή ποδοσφαιριστές για τους οποίους υποστηρίζεται ότι η σύμβαση εργασίας λύθηκε χωρίς βάσιμο λόγο».

Η διαπίστωση αυτή δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι η πρόσληψη καταρτισμένων ποδοσφαιριστών αποτελεί βασικό μέσο ανταγωνισμού στον τομέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και ότι ο ανταγωνισμός αυτός περιορίζεται ουσιαστικά από τους κανονισμούς της FIFA, οι οποίοι είναι παρόμοιοι με μια «συμφωνία απαγόρευσης μη προσέγγισης εργαζομένων άλλων εταιρειών».

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι σχετικοί κανονισμοί δεν φαίνεται να είναι απαραίτητοι ή αναγκαίοι.